- κραυγάρης
- κραυγάρης, -ου, ὁ (Α)φωνακλάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κραυγάρης τών μτγν. χρόνων τής Αρχαίας Ελληνικής < κραυγή + επίθημα -άρης* (< λατ. -arius)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek